- κατσάδιασμα
- το, -ατοςη πράξη του κατσαδιάζω, κατσάδα: Συμμορφώθηκε με το κατσάδιασμα που έφαγε χτες.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
κατσάδιασμα — το [κατσαδιάζω] η κατσάδα* … Dictionary of Greek
μάλωμα — το (Μ μάλωμα και μάλλωμαν) [μαλώνω] 1. διαπληκτισμός, λογομαχία, φιλονικία, τσακωμός 2. επίπληξη, επιτίμηση, κατσάδιασμα 3. συμπλοκή, σύγκρουση … Dictionary of Greek
παπάρα — η 1. ψωμί μουσκεμένο μέσα σε νερό 2. πρόχειρο φαγητό παρασκευασμένο από τρίμματα ψωμιού βρασμένα σε ζωμό, γάλα, λάδι ή κρασί 3. μτφ. έντονη επίπληξη, προσβολή, κατσάδιασμα 4. παροιμ. «όποιος διαλέγει τη λαγάρα, παίρνει την παπάρα» όσοι… … Dictionary of Greek
συγύρισμα — το, Ν [συγυρίζω] 1. η ενέργεια και το αποτέλεσμα τού συγυρίζω 2. μτφ. επίπληξη, κατσάδιασμα, τιμωρία … Dictionary of Greek
επίπληξη — η 1. αυστηρή παρατήρηση για παρεκτροπή, το μάλωμα, η κατσάδα, το κατσάδιασμα. 2. η κατώτερη από τις ποινές που επιβάλλεται από κάποια αρχή προς τους υφισταμένους … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
επιτίμηση — η επίπληξη, μάλωμα, κατσάδιασμα … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
ψυχρολουσία — η 1. ψυχρό λουτρό. 2. διάψευση ελπίδων, απογοήτευση. 3. επίπληξη, κατσάδιασμα … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)